- μότορσιπ
- τοάκλ. ναυτ. εμπορικό πλοίο με κινητήρα ντήζελ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motorship < αγγλ. motor (< λατ. motus < λατ. movēre «κινώ») + ship «πλοίο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek